- φθινοπωρινοῦ
- φθινοπωρινόςautumnalmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μπιφέ, Μπερνάρ — (Bernard Buffet, Παρίσι 1928 – 1999). Γάλλος ζωγράφος. Ύστερα από σύντομες σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών, εξέθεσε στο Σαλόν του 1944 μια αυτοπροσωπογραφία, που κίνησε το ενδιαφέρον της κριτικής. Αργότερα έλαβε μέρος στις εκθέσεις του… … Dictionary of Greek